3. η εξουσία σαν δαιμονική πραγματικότητα
Το άλλο όνομα της εξουσίας είναι διάσπαση. Η διάσπαση είναι η γεννεσιουργός προϋπόθεση και συνάμα το αναπόδραστο παράγωγο κάθε εξουσίας. Καμμιά εξουσία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τον κατακερματισμό της κοινωνίας και καμμιά ιεραρχημένη κοινωνία δεν μπορεί ποτέ να έχει πραγματική ενότητα.
Στην Βίβλο η διάσπαση έχει πρόσωπο και όνομα: δαίμων [από το ρ. δαίω = χωρίζω, διασπώ, διαμοιράζω]. Η διάσπαση είναι ο δαίμων που κυβερνά την εξουσία:
“Και πήρε [ο διάβολος] αυτόν [=τον Ιησού] και του έδειξε όλα τα βασίλεια της οικουμένης μέσα σε μια στιγμή·
και του είπε ο διάβολος: Θα σου δώσω όλην αυτήν την εξουσία και την δύναμη, γιατί μου ανήκει και την δίνω όπου εγώ θέλω· αρκεί να με προσκυνήσεις και είναι όλη δική σου.” [Λκ.4:5-7]
Το κάλεσμα, αντίθετα, του Ιησού είναι κάλεσμα σε ενότητα χωρίς όρια: όπου κάθε ένας θα αναγνωρίζει στο πρόσωπο του άλλου τον αληθινό εαυτό του, και όπου η ελευθερία του καθενός θα πραγματώνεται στην ελευθερία του άλλου:
“Γιατί για την ελευθερία καλεστήκατε, αδέλφια μου· μόνο να μην γίνεται η ελευθερία πρόσχημα ιδιοτέλειας, αλλά με την αγάπη να γίνεστε χρήσιμος ο ένας για τον άλλον. Γιατί όλος ο νόμος σε έναν λόγο βρίσκει το τέλος του, στο Να αγαπήσεις τον άλλον σαν εαυτό σου.” [Γαλ.5:13-14]
Αυτή η ενότητα ακυρώνει κάθε μορφή βίας. Γιατί η βία είναι το εργαλείο και το έργο της διάσπασης· είτε σαν φυσική βία (στρατός) [βλ. Μθ.26:52], είτε σαν ιδεολογική βία (έθνος) [βλ. Ρωμ.10:12], είτε σαν πολιτική βία (νόμος) [βλ. Γαλ.3:10-14].
Ομως αυτό το κάλεσμα για ενότητα δεν μένει απλά στο επίπεδο μίας ψυχολογικού χαρακτήρα άρνησης της διάσπασης και της εξουσίας που την ακολουθεί και υπηρετεί, αλλά παίρνει μορφή σε πιό ενεργές και καθημερινές δράσεις ενάντια τους: σε κάλεσμα έμπρακτης ακύρωσης της κατεξοχήν βίας, της οικονομικής-μονεταριστικής διάσπασης της κοινωνίας. Η οικονομική διάσπαση είναι η πιο θεμελιώδης μορφή βίας, αυτή που κάνει την εξουσία εφικτή. Ο Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους [βλ. 2Κορ.8], τους αναπτύσει το όραμα του για μια αναδιανομή του πλούτου μεταξύ των τοπικών εκκλησιών με στόχο την πλήρη οικονομική ισότητα (καθώς η γεωγραφική εξάπλωση της αρχικής ενιαίας εκκλησίας έκανε πλέον την κοινοκτημοσύνη ανέφικτη μέσα σε έναν κόσμο όπου η ιδιοκτησία ήταν το θεμελιωδέστερο πολιτικό-υπαρξιακό κριτίριο). Δεν πρόκειται για μια “σοσιαλιστική” ιδιοτροπία του αποστόλου των εθνών, αλλά για συνεπή συντονισμό του με το κάλεσμα για ενότητα του Ιησού. Ο Παύλος γνωρίζει πως δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα όσο υπάρχει οικονομική ανισότητα-διάσπαση, γιατί ενότητα πρώτα από όλα σημαίνει ενότητα κτήσης, σε κάθε επίπεδο, από το πιο υλικό μέχρι το πιο πνευματικό. Αυτό είναι το θέλημα του Ιησού, όταν στην έσχατη του προσευχή (“Αρχιερατική Προσευχή”) προς τον Πατέρα, λίγο πριν την σύλληψη και καταδίκη του, ζητά για την εκκλησία:
“Πατέρα άγιε, διατήρησε τους στο όνομα σου, ώστε να είναι ένα όπως είμαστε και εμείς.” [Ιω.17:11]
Και πως είναι ένα ο Ιησούς με τον Πατέρα; Το περιγράφει παραπάνω ο ίδιος:
“όλα τα δικά μου είναι δικά σου και τα δικά σου δικά μου” [Ιω.17:10]
2. ως μη, η ριζοσπαστική πολιτική πρόταση της Γραφής
Κάθε ριζοσπαστική πολιτική ιδεολογία έχει να αντιμετωπίσει το δίλημμα της ελευθερίας: η ανατροπή του νόμου, σαν πηγή προσωπικής ανελευθερίας, οδηγεί άφευκτα σε νέες μορφές νομικής ανελευθερίας, μέσα από διαδικασίες βίας (όπου βία η μήτρα του νόμου). Αυτό είναι γνωστό σε κάθε ριζοσπάστη που οραματίζεται μια “νέα” ηθική (=νομική) τάξη που θα αντικαταστήσει την “παλαιά”, ακόμη και αν αποφεύγει να το αγγίξει (γιατί τότε θα έθετε σε αμφισβήτηση την ίδια την ριζοσπαστική του ταυτότητα, την ηθική του αυτοδικαίωση). Η συνέχεια είναι γνωστή σε καθένα από μας που έχει μια στοιχειώδη ιστορική ενημέρωση: το κάλεσμα για ισότητα και ελευθερία να καταλήγει σύντομα σε νέες μορφές ανισότητας και ανελευθερίας.
Η απάντηση της Γραφής σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι απλή, δεν είναι μία ηθική συνταγή, (όπως ήδη έχει εδώ αναφερθεί). Ομως υπάρχει ένα σημείο όπου αυτή η απάντηση αποκτά μια πυκνή θεωρητική τοποθέτηση:
“αυτό έχω να σας πω αδέλφια μου, ο καιρός είναι μετρημένος· γι’αυτό, και όσοι είναι έγγαμοι ας είναι ως μη έγγαμοι, και όσοι πενθούν ως μη πενθούντες, και όσοι χαίρονται ως μη χαίροντες, και όσοι αγοράζουν ως μη ιδιοκτήτες, και όσοι χρησιμοποιούν αυτόν τον κόσμο ως μη κυρίαρχοι· γιατί πεθαίνει αυτός ο κόσμος. και θέλω να είστε ελεύθεροι από τις μέριμνες.” [1Κορ.7:29-32]
Εδώ ο Παύλος, αφού έχει ερωτηθεί από την εκκλησία της Κορίνθου για θέματα καθημερινής ηθικής (αστικού δικαίου), απαντά με τον τρόπο της μεσσιανικής αποκάλυψης της Γραφής: ούτε υποτασσόμαστε στα σχήματα αυτού του κόσμου, ούτε αναζητούμε την ουτοπία της αλλαγής του, γιατί γνωρίζουμε ότι κάθε “νέα” τάξη δεν θα είναι παρά μία ακόμη νομική-ηθική τακτοποίηση του θανάτου που αυτός ο κόσμος κουβαλά μέσα του σαν γενετική του ασθένεια.
Η στάση αυτή του Παύλου
[α] ΔΕΝ είναι υποταγή στην κοσμική πραγματικότητα—όταν καλεί σε έμπρακτη καθημερινή άρνηση της ιδιοκτησίας (dominium), ουσιαστικά προκαλεί την ακύρωση της πηγής του Ρωμαϊκού κράτους, του Ρωμαϊκού νόμου,
[β] ΔΕΝ είναι κάλεσμα σε ατομική “πνευματική” απόσυρση, αφού δεν αρνείται την καθημερινή χρήση-βίωση της πραγματικότητας,
[γ] αλλά, ΔΕΝ είναι και κάλεσμα σε επαναστατική αλλαγή της πολιτικής τάξης, καθώς γνωρίζει ότι κάθε νόμος, κάθε ηθικό σύστημα, κάθε κοινωνικό φαντασιακό, είναι συντήρηση ενός κόσμου που πεθαίνει.
Ο Παύλος δεν έχει ανάγκη να προπαγανδίσει μια κοινωνική ουτοπία γιατί μένει συνεπής στις προϋποθέσεις της εκκλησιαστικής του εμπειρίας όπου “δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος ούτε Ελληνας, ούτε δούλος ούτε ελεύθερος, ούτε άνδρας ούτε γυναίκα· αλλά όλοι είστε ένας εν Χριστώι Ιησού” [Γαλ.3:28], όπου δηλαδή δεν υφίσταται καμμιά διάκριση, ούτε εθνική, ούτε νομική, ούτε φυσική. Οποιος, λοιπόν, θέλει να βιώνει αυτήν την εκκλησιαστική εμπειρία δεν μπορεί παρά να σχετικοποιεί στην καθημερινότητα κάθε ψυχολογικό, νομικό ή ηθικό δεδομένο ως μη τέτοιο. Με άλλα λόγια, ο Παύλος δεν καλεί ούτε σε υποταγή ούτε σε επανάσταση, αλλά σε μια απειρία προσωπικών καθημερινών μικρο-επαναστάσεων, σε έναν υπερ-συνειδητό μηδενισμό συμμετοχής στην καθημερινότητα.
Αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να λεχθεί αν δεν είχε τεθεί ήδη το κριτήριο του σαρκωμένου Λόγου:
“κάλεσε [ο Ιησούς] ένα παιδάκι και το έβαλε να σταθεί ανάμεσα από τους μαθητές του και είπε: Αλήθεια σας λέω, αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν έχετε θέση στην βασιλεία των ουρανών.” [Μθ.18:2-3]
1. εμπειρία & νόμος στην Γραφή
Ο Ρωμαϊκός νόμος, με την μονεταριστική πολιτική του οντολογία, είμαι η μήτρα της σύγχρονης αστικής κοινωνίας και του αστικού νόμου. Στο κέντρο του αξιακού συστήματος, που εισάγει σαν εργαλείο νοηματοδότησης της πραγματικότητας και κυριαρχίας πάνω σε αυτήν, στέκεται το δίπολο ιδωτική εμπειρία – κοινός νόμος, ή, με άλλα λόγια, η σχέση επιθυμία – ανάγκη. Στο βιβλικό-αποκαλυπτικό μήνυμα, ενώ δεν ασκείται με άμεσο τρόπο ούτε πολιτική κριτική στο κράτος και τις δομές κυριαρχίας του ούτε στα ηθικά-αξιακά συστήματα του κυρίαρχου πολιτισμού, συνεχώς και με οξύτητα καταγγέλεται το μονεταριστικό φαντασιακό του Ρωμαϊκού κρατισμού και το ιδεολόγημα της μεταφυσικής (=αυτονομημένης) ηθικής. Αυτό γίνεται κυρίως με την αντιστροφή του παραπάνω δίπολου σε κοινή εμπειρία – προσωπική ηθική βούληση. Η αντιστροφή αυτή βρίσκεται,
[α] στην πολιτικοποίηση της εμπειρίας: “λαχταρώ να ιδωθούμε ώστε να σας μεταδώσω ένα πνευματικό δώρο για να στηριχθείτε, κι αυτό είναι η κοινή παρηγοριά της αμοιβαίας πίστης μας” [Ρωμ.1:11-12] γράφει ο Παύλος στους Χριστιανούς της εποχής του, που “όλοι τους μοιράζονταν την ζωή τους και είχαν τα πάντα κοινά και τις ιδιοκτησίες τους ξεπουλούσαν και τις μοιράζονταν μεταξύ τους με βάση τις ανάγκες τους” [Πρ.2:44-45],
και
[β] στην προσωποποίηση της ηθικής στάσης: “Ολα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι αυτά και σεις να τους κάνετε” [Μθ.7:12], ή, πιο οντολογικά, “να αγαπάς τον άλλον σαν [αληθινό] εαυτό σου” [Λκ.10:27]. (ο Παύλος προσδιορίζει αυτήν την ηθική στάση καθαρά αντιμοραλιστικά λέγοντας “Δεν οφείλετε τίποτε σε κανέναν παρά να/όταν αγαπάτε ο ένας τον άλλον”. [Ρωμ.13:8])
Αυτή η αντιστροφή δεν είναι ένα απλό θεωρητικό κατασκεύασμα αλλά εξαρτάται από το συνεπές αντι-μονεταριστικό μήνυμα του Ευαγγελίου (“δεν γίνεται να υπηρετείτε ταυτόχρονα και τον θεό και το χρήμα” [Μθ.5:24]) και την μεσσιανική ισότητα (“ώστε να μήν υπάρχει σε άλλους [υλική] άνεση και σε σας στεναχώρια: το τωρινό σας περίσσευμα να καλύψη την στέρηση τους, ώστε και το [μελλοντικό] δικό τους περίσσευμα καλύψη τη δική σας [μελλοντική] στέρηση, ώστε να πραγματοποιηθή η ισότητα” [2Κορ.8:13-14]). Αντίθετα ακυρώνει το αστικό ιδεολόγημα του κλειστού εαυτού (ο ιδιώτης σαν οικονομική μονάδα) μέσα στην “κοινωνία” (societas, σαν απρόσωπης γραφειοκρατικής μηχανής οικονομικών σχέσεων):
[α] Η πολιτικοποίηση της εμπειρίας ακυρώνει τον αστικό ατομισμό—την ιδιωτική κατανάλωση “κοινωνικών αγαθών”.
[β] Η προσωποποίηση της ηθικής ακυρώνει την γραφειοκρατική ανηθικότητα του αστικού νόμου—την εξουσία του κανενός (=αφηρημένη αξία του κεφαλαίου) πάνω στα πρόσωπα.
Αυτή η αντιστροφή κρίνει την μεγαλύτερη βλασφημία των αιώνων: τον αστικοποιημένο “χριστιανισμό”.
leave a comment